- κληρούχος
- -α, -οαυτός που έλαβε μέρος γης με κλήρο: Οι Αθηναίοι έστειλαν πολλούς κληρούχους σ' έρημα νησιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κληροῦχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… … Dictionary of Greek
κληρούχοις — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat pl κληρού̱χοις , κληροῦχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχου — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen sg κληρού̱χου , κληροῦχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχους — κλήρουχος one who held an allotment of land masc acc pl κληρού̱χους , κληροῦχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχων — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen pl κληρού̱χων , κληροῦχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχῳ — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat sg κληρού̱χῳ , κληροῦχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληροῦχε — κληροῦχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληροῦχοι — κληροῦχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληροῦχον — κληροῦχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)